Λαζαρίδης Τάκης

Κριτική και αυτοκριτική

Η-Εκδόσεις Πολιτειακό

Αθήνα, Οκτώβριος 2019, σ. 8
Θέματα: 
ΙστορίαΕλληνικός Εμφύλιος Πόλεμος
ΠολιτικήΠολιτική μαρτυρία
Λέξεις-κλειδιά: 
ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα
αυταπάτες
προσωπική εξομολόγηση
ενοχή
πολιτική μεταστροφή
εξιλέωση

Αποσπάσματα από το κείμενο:

 

Υποτίθεται ότι η κριτική είναι αναφαίρετο δικαίωμα των µελών του κόμματος που μπορούν να την ασκούν ανεμπόδιστα και απεριόριστα και προς τα «πάνω» και προς τα «κάτω». Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Στο ΚΚΕ, η κριτική ήταν και παραμένει όπλο του κομματικού κατεστημένου για την εξουθένωση και τη συντριβή παντός διαφωνούντος. Και η αυτοκριτική, κατά κανόνα ψεύτικη και υποκριτική, φτηνό τρικ στην κωμωδία της «εσωκομματικής δημοκρατίας».

 

Για τους «κάτω», το δικαίωμα της κριτικής είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο. Περιορίζεται αυστηρά στα δευτερεύοντα και ασήμαντα, τα ανώδυνα. Τα μεγάλα και σημαντικά, τα θέματα-κλειδιά, αποτελούν προνόμιο αποκλειστικό του κομματικού ιερατείου. Και όσοι, προς στιγμήν, πιστέψουν ότι μπορούν να κάνουν κριτική προς τα «πάνω», ότι μπορούν να θίξουν θέματα ουσίας, γρήγορα προσγειώνονται ανώμαλα. Και τους απομένει µόνο η υποχρέωση της αυτοκριτικής για υπαρκτά ή ανύπαρκτα λάθη που τους φόρτωσαν οι «πάνω».

 

Κρίνοντας, ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνά πως όλα αυτά έγιναν στην επιδίωξη ενός σκοπού για την ιερότητα και την αναγκαιότητα του οποίου όλοι εμείς οι κομμουνιστές δεν διατηρούσαμε την παραμικρή αμφιβολία. Ήμασταν βαθύτατα πεπεισμένοι ότι έφτασε η μεγάλη στιγμή για την ανθρωπότητα, ότι σε µας έλαχε η μεγάλη τιμή να χτίσουμε έναν καινούργιο κόσμο, να κατεβάσουμε τον παράδεισο στη γη.

 

Από την πεποίθηση αυτή ξεκινώντας οι ηγέτες του ΚΚΕ έπραξαν όσα έπραξαν. Και η ευθύνη δεν είναι µόνο δική τους. Όλοι µας, µέλη και στελέχη του ΚΚΕ, έχουμε μερίδιο της ευθύνης. Γιατί στη δράση τους οι ηγέτες του ΚΚΕ είχαν τη δική µας υποστήριξη και ανοχή χωρίς την οποία δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Μας εξέφραζαν και µας εκπροσωπούσαν.

 

Είμαστε συνεπώς συνυπεύθυνοι για όλα. Για τα φοβερά εγκλήματα του Στάλιν. Για τις δίκες της Μόσχας και τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Για τις καταδίκες και τις εκτελέσεις μυριάδων ανθρώπων. Για τον βαρύ ζυγό που επιβλήθηκε στον μεγάλο ρωσικό λαό. Και για τον βαρύτερο ακόμα ζυγό που επιβλήθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε τόσες χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης. Για την απίθανη αυτή τερατογένεση και τη δημιουργία της τρομερής πολεμικής μηχανής που αποτελεί σήμερα θανάσιμη απειλή για ολόκληρη την ανθρωπότητα.

 

Και είμαστε ειδικότερα συνυπεύθυνοι για τα δεινά και τις συμφορές που έπληξαν την πατρίδα µας και τόσο σημαντικά καθυστέρησαν την οικονομική και κοινωνική της πρόοδο. Για τον Δεκέμβρη και τον Εμφύλιο. Για το αδικοχαμένο αίμα των συντρόφων µας αλλά και των αντιπάλων µας. Για την Ελένη Γκατζογιάννη και τις άλλες μαρτυρικές μανάδες της Ηπείρου. Και για τις εν συνεχεία αδιάκοπες όσο και ηλίθιες προσπάθειές µας να μετατρέψουμε την πατρίδα µας σε σοβιετικό προτεκτοράτο.    

     

Σε τελευταία ανάλυση ήταν ένα παιχνίδι, ένα σκέρτσο της Ιστορίας. Εμείς ως καλοί και ευσυνείδητοι ηθοποιοί παίξαμε το έργο που ο Μεγάλος Σκηνοθέτης και ο Μεγάλος Σεναριογράφος είχαν ετοιμάσει. Η Ιστορία μοίρασε τους ρόλους.

 

Μας κατείχε, λέω, ένας αγνός ιδεαλισμός και µια ανιδιοτέλεια. Είναι όμως ακριβώς έτσι; Κατά πόσο μπορούν οι ανθρώπινες πράξεις να είναι ανιδιοτελείς; Είναι βέβαιο πως αν ξύσει λίγο κανείς πίσω από την «ανιδιοτέλεια», θα βρει να καίει άσβεστη η φλόγα της φιλοδοξίας, το ευγενικό έστω, πάθος για τα πρωτεία. Μετά τη νίκη, μετά τον «θρίαμβο της επανάστασης», θα µας περιέβαλλε η γενική εκτίμηση και ο σεβασμός για τον νικηφόρο αγώνα µας. Και δικαιωματικά θα μπαίναμε πάλι πρώτοι στον αγώνα, µε την εξουσία στα χέρια, για την «οικοδόμηση του σοσιαλισμού».

 

Κι αν πάλι πέφταμε στον αγώνα µε τον «ταξικό εχθρό», δεν θα χανόμασταν για πάντα στη σιωπή και τη λήθη. Οι στίχοι του τραγουδιού µάς ενέπνεαν και µας εμψύχωναν, ανοίγοντας για εμάς «ένα παράθυρο στην αιωνιότητα»: «Και οι απόγονοι στις συγκεντρώσεις τα ονόματά τους θα διαλαλούν...».

 

Οι ευθύνες που βαραίνουν τα µέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ βαραίνουν και εμένα. Δεν ευθύνομαι βέβαια γιατί εφτάχρονο παιδάκι κουβαλούσα παράνομες προκηρύξεις στο στήθος, ούτε γιατί πήγαινα σχολείο µε ψευδώνυμο. Ευθύνομαι όμως για τα μετέπειτα.

 

Στον Εμφύλιο δεν πολέμησα µε το όπλο στο χέρι. Πήρα όμως μέρος ως µέλος του μηχανισμού των ασυρμάτων. Βοήθησα έτσι στη διεξαγωγή και την παράταση του Εμφυλίου, συνέβαλα να χυθεί αθώο αίμα αδελφικό.

 

Θα ήθελα να εκφράσω τη βαθιά µου λύπη. Βέβαια το να εκφράζει κανείς τη βαθιά έστω, λύπη του μπροστά σε ένα δάσος από σταυρούς για τους οποίους δεν είναι άμοιρος ευθύνης, ηχεί κάπως παράταιρα... Ειλικρινά δεν βλέπω τι άλλο μπορώ να κάνω. Τα δεκαπέντε χρόνια φυλακής και τα άλλα τόσα σχεδόν της παρανομίας ας θεωρηθούν αρκετή τιμωρία. Και ας θεωρηθούν οι γραμμές αυτές ως µια προσπάθεια εξιλέωσης.

 

Στη δίκη Μπελογιάννη, και εν συνεχεία στις φυλακές, νόμιζα ότι επιτελούσα το «επαναστατικό» µου χρέος. Νόμιζα ότι υπηρετώ τον Ελληνικό Λαό. Στην πραγματικότητα υπηρετούσα τον τυχοδιωκτισμό και τις φιλοδοξίες των «ηγετών» του ΚΚΕ και τα ιδιοτελή συμφέροντα της σοβιετικής νοµενκλατούρας.

 

Ευθύνομαι επίσης γιατί άργησα να συνειδητοποιήσω την αλήθεια και άργησα να την ομολογήσω. Πάει καιρός που µε έζωναν τα φίδια. Πίστευα, όμως, ή έστω προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό µου, γιατί έτσι µε βόλευε, ότι όλα αυτά ήταν προσωρινά. Ότι κάθε τι το καινούργιο είναι αναπόφευκτο να παρουσιάζει ατέλειες και ότι µε το πέρασμα του χρόνου ο σοσιαλισμός θα έδειχνε το καθαρό και φωτεινό του πρόσωπο.

 

Ο χρόνος έδειξε πως όλα αυτά ήταν αυταπάτες. Και πρόβαλε ακόμα πιο επιτακτικά την ανάγκη να λυτρωθούμε από τις αυταπάτες.

 

Και αν χρειάζεται οπωσδήποτε κάποιο ιδανικό, είναι μπροστά µας: να αγωνιστούμε για την εθνική ενότητα και ομοψυχία, που όμως µόνο στη βάση της αλήθειας μπορεί να οικοδομηθεί. Γιατί µόνο ενωμένοι μπορούμε να αντιμετωπίσουνε τους κινδύνους που µας περιζώνουν. Και να αγωνιστούμε ταυτόχρονα για την ολόπλευρη ανάπτυξη της χώρας µας ώστε να πλησιάσει, όσο είναι δυνατόν, τις προηγμένες χώρες της Δυτικής  Ευρώπης.

 

Και το χρέος αυτό πέφτει, κυρίως, στους ώμους των ηγετών της Δεξιάς. Οι ηγέτες του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ και των άλλων «δημοκρατικών δυνάμεων», ωθούμενοι από έναν τυφλό δογματισμό και από το πάθος της εξουσίας, μιλούν για ενότητα και ομοψυχία, όμως στην πραγματικότητα σπρώχνουν προς τον εθνικό διχασμό, ανύποπτοι για τους τρομερούς κινδύνους που συνεπάγεται.

 

Η εγνωσμένη σύνεση και η μετριοπάθεια των ηγετών της Νέας Δημοκρατίας είναι η μοναδική ελπίδα ότι τελικά ο διχασμός θα αποτραπεί, ο Λαός θα δώσει τα χέρια και ενωμένος θα αγωνιστεί για την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα, για την πρόοδο και την προκοπή της πατρίδας µας.